εξηνταβελόνης

εξηνταβελόνης
ο
θηλ. και -ισσα ο υπερβολικά φιλάργυρος, ο σφιχτοχέρης, ο σπαγκοραμμένος, ο τσιγκούνης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξηνταβελόνης — ο (θηλ. εξηνταβελόνα και εξηνταβελόνισσα, η) υπερβολικά φιλάργυρος …   Dictionary of Greek

  • φιλάργυρος — η, ο αυτός που αγαπάει υπερβολικά το χρήμα, ο παθολογικά φειδωλός, ο τσιγκούνης, ο σφιχτοχέρης, ο σπαγκοραμμένος, ο εξηνταβελόνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”